σκολοπένδριον

σκολοπένδριον
σκολοπένδρ-ιον, τό,
A = ἄσπληνος (v.

ἄσπληνον 1

; so called from a fancied like ness to the scolopendra), Dsc.3.134, cf. 4.50.
2 = σαξίφραγον, Ps.-Dsc.4.16 p.182 Wellm.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκολοπένδριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπενδρίου — σκολοπένδριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπενδρίῳ — σκολοπένδριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιόνιον — ἡμιόνιον, τὸ (Α) [ημίονος) 1. είδος φυτού που λέγεται και άσπληνον και σκολοπένδριον, τροφή αγαπητή στους ημιόνους 2. (υποκορ. τού ημίονος) μικρός ημίονος, μουλαράκι 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού …   Dictionary of Greek

  • σκολοπένδριο — το / σκολοπένδριον, ΝΑ [σκολόπενδρα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες τής τάξης πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη φτέρης, και το οποίο κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”